- αϊράνι(ν)
- το1. όξινο υδατώδες υπόλειμμα τού γάλακτος μετά την αφαίρεση τού βουτύρου, ο ορός2. ξινόγαλα αραιωμένο με νερό, γιαούρτι3. ασβέστης αραιωμένος με νερό, γαλάκτωμα ασβέστη κατάλληλο για επίχριση4. (μτφ. κυρίως για υφάσματα) καθετί λεπτό, ελαφρό. Φρ. «τόν πάει αϊράνι» έχει διάρροια.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ayran].
Dictionary of Greek. 2013.